-
1 трудоспособностьый
трудоспособность||ыйприл ίκανός γιά ἐργασία, ἰκανός γιά δουλειά:\трудоспособностьыйое население οἱ ίκανός γιά ἐργασία. -
2 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
3 трудоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноικανός για εργασία•-ая часть населения το ικανό μέρος του πληθυσμού για εργασία.
|| ουσ. трудоспособный, -ая ο ικανός, η ικανή για δουλειά. -
4 трудоспособный
-
5 трудоспособный
[τρουντασπασόμπνυΐ] εκ. ικανός για εργασία -
6 трудоспособный
[τρουντασπασόμπνυϊ] επ ικανός για εργασία -
7 работоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -о; ικανός για εργασία. || αποδοτικός.
См. также в других словарях:
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
αμηχανοεργός — ἀμηχανοεργός, όν (Α) ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + εργός < ἔργον] … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek
Ντε Κουίνσι, Τόμας — (Thomas de Quinsey, Γκρινχέιζ, Μάντσεστερ 1785 – Εδιμβούργο 1859). Άγγλος συγγραφέας. Πέρασε μια πολυτάραχη ζωή και τον διέκρινε ολοκληρωτική πρακτική ανικανότητα. Συγγραφέας αναρίθμητων άρθρων για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την οικονομία,… … Dictionary of Greek
ανίκανος — η, ο (Α ἀνίκανος, ον) 1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι 2. αδέξιος, ανεπαρκής νεοελλ. 1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας 2. αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
αξιοεργός — ἀξιοεργός, όν (Α) κατάλληλος, ικανός, άξιος για εργασία … Dictionary of Greek
εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek